χρονιά

χρονιά
η
1) год;

καλή χρονιά — благоприятный год;

σχολική

χρονιά — учебный год;

από χρονιά σε χρονιά — год от году;

από τούτη τη χρονιά — с этого года;

2) годовой доход; годовой запас; годовой урожай; годовая аренда;

§ εφαγα της χρονιδς μου — меня здорово избили, мне всыпали по первое число;

ΰκουσε της χρονιδς του — его здорово отругали


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρονιά" в других словарях:

  • χρονία — χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc/acc dual χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονίᾳ — χρονίᾱͅ , χρόνιος after a long time fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρόνια — τα πληθ. του χρόνος 1. οι χρόνοι. 2. φρ., «χρόνια πολλά!», ευχή που σημαίνει να ζήσεις πολλά χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] …   Dictionary of Greek

  • χρόνια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * τα, Ν (ετερογενής τ. πληθ.) βλ. χρόνος …   Dictionary of Greek

  • χρόνια — χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»